προσχώνω

προσχώνω
μετ.
1) наносить (о реках); 3) заносить илом, песком

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προσχώνω" в других словарях:

  • προσχώνω — προσχώννυμι και προσχωννύω και προσχῶ, όω, ΝΑ 1. επισωρεύω χώμα πάνω σε κάτι, επιχωματώνω 2. (ιδίως για ποταμό) αποθέτω κάπου ιλύ και σχηματίζω νεα χέρσο ή επαυξάνω τη χέρσο που προϋπήρχε («τῶν... ταῡτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν», Ηρόδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • προσχώνω — πρόσχωσα, προσχώθηκα, προσχωμένος, μαζεύω κάπου λάσπη και σχηματίζω ξηρά ή μεγαλώνω αυτήν που υπάρχει: Προσχώθηκαν οι εκβολές του ποταμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσχώ — όω, Α βλ. προσχώνω …   Dictionary of Greek

  • πρόσχωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του προσχώνω, μαζεμένο χώμα, ανάχωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσχωση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του προσχώνω, ο σχηματισμός ξηράς ή η επέκταση της ξηράς στις εκβολές ποταμών: Τα δέλτα των ποταμών γίνονται από τις προσχώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»